- ήκεστος
- ἤκεστος, -η, -ον (Α)(για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β' συνθετικό -κεστός (< κεντώ). Η σημασία «αδάμαστος» προϋποθέτει όμως ως α' συνθετικό το στερητικό α- (*ά-κεστος «εκείνος που δεν έχει γνωρίσει το βούκεντρο»), η έκταση τού οποίου σε η- δεν ερμηνεύεται. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ο αμάρτυρος ενικός τής μοναδικής εκφράσεως στην οποία το επίθ. απαντά (βους... ήνις ηκέστας «βόδια... ενός έτους που δεν έχουν γνωρίσει το βούκεντρο») ήταν *βούν... ήνιν νηκέστην, με α' συνθετικό το αρνητικό πρόθημα νη- (πρβλ. νη-κερδής). Εν συνεχεία έγινε σύγχυση τού αρχικού ν- τού νη-κέστην με το τελικό τού ήνιν, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τής έκφρασης *ήνιν ηκέστην, που στον πληθυντικό έδωσε τη μαρτυρημένη ήνις ηκέστας. Ανάλογη είναι και η άποψη ότι η έκφραση προέκυψε από *βους ήνις σηκέ-στας κατόπιν συγχύσεως τού αρχικού στον σηκέστας με το τελικό τού ήνις].
Dictionary of Greek. 2013.